- έντριμμα
- το (Α ἔντριμμα)νεοελλ.ουσία εξωτερικής χρήσεως, π.χ. υγρό, αλοιφή, κατάλληλα για εντριβήαρχ.καλλυντικό τού προσώπου, ψιμύθιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔντριμμα — cosmetic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντριμμάτων — ἔντριμμα cosmetic neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρίμμασι — ἔντριμμα cosmetic neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρίμματα — ἔντριμμα cosmetic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρίμματι — ἔντριμμα cosmetic neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐντρίμματος — ἔντριμμα cosmetic neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PHUCARUM seu PHUCARIUM — PHUCARUM, seu PHUCARIUM φούκαρον vel φουκάριον, infimae Graeciae, fucus mulierum est; a voce prisca φῦκος, quâ nonnulli algam marinam puniceam intelligunt, eamque a feminisad fucum genis indendum adhibitam esse existimant. Sed hos Dioscorides… … Hofmann J. Lexicon universale
παράτριμμα — (Ιατρ.). Ονομάζεται έτσι η φλεγμονώδης ασθένεια, που εκδηλώνεται στις πτυχές του δέρματος όταν υπάρχει τριβή μεταξύ εφαπτόμενων επιφανειών. Οι κυριότεροι παράγοντες, που προκαλούν την ασθένεια αυτή, είναι οι αυξημένες εκκρίσεις σμήγματος και… … Dictionary of Greek